ἀωρόνυκτον

ἀωρόνυκτον
ἀωρόνυκτος
at midnight
masc/fem acc sg
ἀωρόνυκτος
at midnight
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αωρόνυκτος — ἀωρόνυκτος, ον (Α) 1. ο μεσονύχτιος (φρ., «ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα ἔλακε» έσκουξε τα μεσάνυχτα, Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • μυχόθεν — (Α) επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια τού σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεό θεν, κυκλό θεν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”